- ἀμβλώψ
- ἀμβλώψmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμβλώψ — ἀμβλώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αμβλωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + ωψ < ὄψ «μάτι»] … Dictionary of Greek
ἀμβλῶπας — ἀμβλώψ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλῶπες — ἀμβλώψ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώψ — (ῶπος), ο, η (Α) (για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)] … Dictionary of Greek